- μελανοσυρμαίος
- μελανοσυρμαῑος -ον (Α)(κωμικό επίθετο τού Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + συρμαία (< συρμός)].
Dictionary of Greek. 2013.